Σύντομη ιστορία της Χαλκιδικής
Οι αναφορές για ύπαρξη πληθυσμών στην περιοχή της Χαλκιδικής τοποθετούνται τουλάχιστον 200.000 χρόνια πριν, ακόμη και 700.000 σύμφωνα με κάποιους αρχαιολόγους, από τα ευρήματα του ανθρώπινου σκελετού στο σπήλαιο των Πετραλώνων.
Την κλασσική περίοδο ήταν πολλές οι πόλεις της Χαλκιδικής που άκμασαν, ανάμεσά τους η Όλυνθος, η Τορώνη, η Μένδη, η Ποτίδαια, η Άκανθος δημιουργώντας Συμμαχίες και παίζοντας ρόλο στη διεθνή σκηνή της εποχής.
Οι Ρωμαίοι όπως επιβεβαιώνεται από αρχαίους συγγραφείς και νομισματικά ευρήματα, προσπαθούν να καταλάβουν πόλεις της Χαλκιδικής χωρίς επιτυχία. Ωστόσο Ρωμαίοι έμποροι εγκαθίστανται στην Άκανθο και ιδρύουν Ρωμαϊκή αποικία στην Κασσάνδρα.
Παρότι δεν υπάρχουν αναφορές για τη Χαλκιδική μετά την περίοδο της παρακμής της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας,υπάρχουν μνημεία, μία εκκλησία της Ιουστινιανής περιόδου, που ανακαλύφθηκε στη Νικήτη, τα οποία δείχνουν μια συνέχεια της πολιτιστικής και οικονομικής ζωής παρά τους πολέμους και τις εισβολές της εποχής.
Η Χαλκιδική επηρεάζεται πολύ από την άνθηση των μοναστηριών του Αγίου όρους κατά το Μεσαίωνα, τα οποία αναπτύσσονται και μεταγενέστερα με την εύνοια των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων, οι οποίοι μάλιστα τους παραχωρούν μεγάλες καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Τα πλούσια μοναστήρια προσελκύουν πειρατές, κυρίως Καταλανούς.
Η Τουρκοκρατία που τοποθετείται στα τέλη του 14ουαι. και εγκαθιδρύεται με την πτώση της Θεσσαλονίκης το 1430, δημιουργεί νέα δεδομένα, καθώς οι κατακτητές φέρνουν μουσουλμάνους εποίκους από τη Μικρά Ασία στη Χαλκιδική, οι οποίοι εγκαθίστανται στις βόρειο-ανατολικές και βόρειο-δυτικές περιοχές, κοντά στη Θεσσαλονίκη δηλαδή. Οι φόροι που επιβάλλονται από τους κατακτητές, συγκεντρώνονται και καταβάλλονται συλλογικά, πολλές φορές μάλιστα με τα πλούσια τοπικά προϊόντα, όπως το ασήμι. Το 1821 η Χαλκιδική ξεσηκώνεται μαζί την υπόλοιπη νότια Ελλάδα, η υπεροπλία και η οργάνωση των Οθωμανών όμως, καταστέλλει την επανάσταση.
Στη σύγχρονη εποχή πια, η Χαλκιδική δεν αποτελεί εξαίρεση το πρώτο μισό του 20ου αι., που σημαδεύεται από πολλές αναταραχές σε όλη την Ευρώπη. Απελευθερώνεται το 1912 μετά από 500 χρόνια σκλαβιάς, ενώ με την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1922 υποδέχεται μεγάλο αριθμό προσφύγων από τη Μικρά Ασία, που εγκαθίστανται κυρίως στις περιοχές των μουσουλμάνων που αποχωρούν.
Τα επόμενα χρόνια και μέχρι τα μέσα του 20αι., η Χαλκιδική βρίσκεται στην ίδια μοίρα με την υπόλοιπη Ελλάδα, χειμαζόμενη από την οικονομική κρίση και στη συνέχεια από τον Πόλεμο, την Κατοχή και τον αιματηρό Εμφύλιο. Ωστόσο το δεύτερο μισό του αιώνα, αποτελεί την ανατολή μιας νέας εποχής, κατά την οποία η Χαλκιδική αναπτύσσεται και εξελίσσεται σε ένα τόπο πλούσιο σε παραγωγή αγροτικών προϊόντων, αλλά και σε έναν ελκυστικό τουριστικό προορισμό, με σημαντική συνεισφορά στην οικονομία της χώρας.
Από την εποχή του Αριστοτέλη, τους κλασσικούς χρόνους, αργότερα τη Βυζαντινή περίοδο, κατά την οποίοι οι ντόπιοι εργάζονται και καλλιεργούν τις εκτάσεις των Μοναστηριών και μέχρι τη σύγχρονη εποχή, η Χαλκιδική αποτελεί έναν τόπο ευλογημένο, με πλούσια παραγωγή αγροτικών προϊόντων, με αναπτυγμένη κτηνοτροφία, αλλά και πολλά ψάρια και οστρακοειδή από τις θάλασσες που βρέχεται. Η ποικιλία των υλικών, πράγμα σπάνιο για την υπόλοιπη επικράτεια, αλλά και οι διαφορετικοί πολιτισμοί που συναντιούνται, δημιουργούν τη γαστρονομική ταυτότητα της Χαλκιδικής που εξελίσσεται σταθερά στην πορεία όλων αυτών των αιώνων. Οι κυριότερες επιρροές προέρχονται από την αρχαιότητα, τη Μεσόγειο, την Οθωμανική κατοχή, τους Μικρασιατικούς πληθυσμούς αλλά και από την Αθωνική πολιτεία και την πλούσια, μοναστηριακή γαστρονομική παράδοση.
Από την αρχαιότητα έρχονται τα αμπέλια, με αναφορές για την καλλιέργειά τους ήδη από τον 5ο αι. π.Χ., το λάδι, τα φρούτα, τα οποία τρώγονταν αποξηραμένα, χόρτα κάθε είδους, ξηροί καρποί, σιτηρά και δημητριακά που γίνονται ψωμί ή τρώγονται ως χυλός, μέλι και βότανα. Οι αρχαίοι είναι χορτοφάγοι κατά κύριο λόγο και τα κρέατα τρώγονται σε ειδικές περιστάσεις, κυρίως μάλιστα μετά από θυσίες, σε αντίθεση με τα ψάρια που είναι άφθονα στη διατροφή τους. Το τυρί αποτελεί βασικό στοιχείο της διατροφής και χρησιμοποιείται ως καρύκευμα πάνω από τα φαγητά για να τα νοστιμίσει. Η μαγειρική στηρίζεται κατά βάση στα υλικά και όχι σε περίπλοκες τεχνικές. Οι γλυκιές και ξινές γεύσεις ανακατεύονται στα αρχαία πιάτα και το ξύδι και ο χυμός από άγουρα φρούτα όπως σταφύλια, ρόδια, χρησιμοποιούνται για ξινό.
Η μεσογειακή κουζίνα δεν αποτελεί προϊόν ενός έθνους ή συγκεκριμένου πολιτισμού όπως οι κατά τόπους εθνικές κουζίνες. Η Μεσόγειος ως σημείο τομής της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής, ευνοεί την ανταλλαγή προϊόντων και τις επιρροές μεταξύ των λαών της.
Η πλούσια γεωργική παραγωγή λόγω του εύκρατου κλίματος, δημιουργεί την ταυτότητα της μεσογειακής διατροφής, κύριο χαρακτηριστικό της οποίας είναι το ελαιόλαδο και η χρήση των λαχανικών, που μαγειρεύονται με διαφορετικούς τρόπους σε κάθε περιοχή.
Το κρέας χρησιμοποιείται με μέτρο, ενώ η γεωγραφική θέση κοντά στη θάλασσα κάνει τα ψάρια, μια τροφή πλούσια σε πρωτεϊνη, ιδιαίτερα αγαπητή.
Τα βότανα, όπως η ρίγανη, ο βασιλικός, το θυμάρι, το δεντρολίβανο, η μαντζουράνα, ο μαϊντανός, ο άνηθος, ο δυόσμος, το σκόρδο, το κόλιανδρο, ο μάραθος, το εστραγκόν, το σαφράν, αποτελούν απαραίτητο συμπλήρωμα σε κάθε είδος πιάτου.
Οθωμανική κατοχή και οι επιρροές της Ανατολικής Μεσογείου τοποθετούν σε περίοπτη θέση προϊόντα όπως το γιαούρτι, το τυρί, τη μέντα, το μαϊντανό, το λεμόνι, ενώ τα ρόδια και τα καρύδια χρησιμοποιούνται για διάφορες σάλτσες. Το αρνί και τα πουλερικά αποτελούν μέρος της ανατολίτικης διατροφής ενώ τα σιτηρά, γίνονται αλεύρι και χρησιμοποιούνται για την παρασκευή ψωμιού και πιτών. Ως υποκατάστατο του κρέατος χρησιμοποιούνται τα ρεβίθια, ολόκληρα ή αλεσμένα και αποτελούν μια επιπλέον πηγή λήψης πρωτεϊνών. Είναι πολλές οι τούρκικες λέξεις που έχουν επικρατήσει στη ελληνική κουζίνα όπως γιαχνί, καβουρμάς, μουσακάς, γιουβέτσι, κ.α. Ωστόσο, η Οθωμανική γαστρονομία θεωρείται συνέχεια της βυζαντινής και της αρχαίας ελληνικής, ενώ οι επιρροές της προέρχονται εκτός από τους Έλληνες, τους Πέρσες και τους Άραβες σύμφωνα με τους περισσότερους μελετητές.
Οι Έλληνες της Μικράς Ασίας αργότερα, στις αρχές του 20ου αι. φέρνουν μαζί τους την πλούσια γευστική τους παράδοση, που αποτελεί ένα μείγμα εθνοτήτων και πολιτισμών. Ωστόσο είναι διαφορετικά τα χαρακτηριστικά της κουζίνας τους ανάλογα με την περιοχή από όπου προέρχονται. Μπορούν λοιπόν να διακριθούν, στην Πολίτικη, αυτή της Καππαδοκίας, του Πόντου και της Ιωνίας.
Το κύριο χαρακτηριστικό της Πολίτικης κουζίνας είναι τα φρέσκα και ποιοτικά υλικά, καρυκευμένα με ισορροπία και μαγειρεμένα απλά, χωρίς πολυπλοκότητα.
Τα ορεκτικά με βάση το ψάρι, τα αλίπαστα, όπως η λακέρδα, ο τσίρος, ο λικουρίνος, τα μύδια, τα σκουμπριά, τα κάθε είδους γεμιστά, τα ορφανά, με αμπελόφυλλα, με λαχανόφυλλα, οι μελιτζάνες, τα μαγειρευτά με κρέας, λαχανικά της εποχής και αυγολέμονο, τα διάφορα γεμιστά με κιμά, τα λαδερά λαχανικά, οι σούπες, τα όσπρια αποτελούν το καθημερινό διαιτολόγιο των ανθρώπων της Πόλης.
Ξεχωριστή αναφορά πρέπει να γίνει και στα «κεράσματα» που είναι το λεγόμενα «άσπρο», η βανίλια δηλαδή, αλλά και τα σιροπιαστά.
Η κουζίνα της Καππαδοκίας που ήταν ο σιτοβολώνας της Μικράς Ασίας, βασίζεται κυρίως στα σιτηρά, το ψωμί, το πλιγούρι, τον τραχανά, το σιμιγδάλι, τα χειροποίητα ζυμαρικά, τις πίτες αλλά και τα όσπρια. Το νωπό κρέας ήταν πολυτέλεια και οι νοικοκυρές πάστωναν κρέας για το χειμώνα.
Από την Καππαδοκίας μας έρχονται ο «καβουρμάς», το σουτζούκι και ο παστουρμάς που τα χρησιμοποιούσαν για τις σούπες ή τα μαγείρευαν μαζί με όσπρια. Τα γαλακτοκομικά, το βούτυρο, το γιαούρτι, το τυρί, το αριάνι, υπήρχαν άφθονα.
Οι κλιματολογικές συνθήκες επέβαλαν την αποξήρανση λαχανικών το καλοκαίρι, ώστε να έχουν αποθέματα το χειμώνα και αντίστοιχα έφτιαχναν τουρσιά με λαχανικά, διατηρημένα στο ξύδι με αλάτι.
Το ελαιόλαδο απουσίαζε εντελώς από τη διατροφή τους, αφού η ελιά δεν ευδοκιμούσε στην ορεινή Καππαδοκία και η μαγειρική και τα γλυκίσματα γίνονταν με λίπος.
Υπήρχαν απέραντοι οπωρόνες στην περιοχή και οι ξηροί καρποί ήταν ένα προϊόν που παράγονταν σε αφθονία, για αυτό και συναντώνται σε πολλές τοπικές συνταγές, ακόμη και με κρέατα.
Ο Πόντος είχε ποικιλία γεωργικών και κτηνοτροφικών προϊόντων, αλλά και πλούσια αλιεία. Τα ψάρια αποτελούσαν βασική τροφή των Ποντίων. Στον Πόντο παράγονταν μεγάλες ποσότητες από καλαμπόκι, κριθάρι, όσπρια, βρώμη, σιτάρι, αλλά και φρούτα και καρποί, όπως το φουντούκι. Το αναπτυγμένο εμπόριο είχε σαν αποτέλεσμα τις έντονες επιρροές από τη Ρωσική κουζίνα με εδέσματα όπως η ρωσική σαλάτα, το μπορς, τα πιροσκιά που εντάχθηκαν και ενσωματώθηκαν πλήρως στην Ποντιακή κουζίνα. Το κρέας και τα πουλερικά μαγειρεύοντας τις Κυριακές και τις γιορτές. Χαρακτηριστικό επίσης της κουζίνας του Πόντου ήταν η ανάμιξη γαλακτοκομικών προϊόντων με παράγωγα των σιτηρών, το κριθάρι, το πλιγούρι και άλλα.
Τέλος, η κουζίνα της Ιωνίας, λόγω της θέσης της, είχε στοιχεία της Πολίτικης κουζίνας, των νησιών του Αιγαίου, αλλά και επιρροές της ευρωπαϊκής κουζίνας μέσω των Λεβαντίνων, αλλά και των προϊόντων που έφταναν εκεί από τη Δύση. Η πλούσια παραγωγή ελιάς και ελαιόλαδου, αλλά και η αφθονία ψαριών και μαλακίων από το Αιγαίου, διαμόρφωσαν την γαστρονομία της περιοχής. Τα λαχανικά και τα χόρτα χρησιμοποιούνταν για πίτες και σαλάτες, ενώ τα όσπρια και το κρέας ήταν απαραίτητα συστατικά της διατροφής των Ελλήνων της Ιωνίας.
Ξεχωριστή είναι η αναφορά που πρέπει να γίνει, στα μυστικά της διατροφής των μοναχών του Αγίου Όρους, έτσι όπως τα μοιράστηκε ο μοναδικός γέροντας Επιφάνιος ο Μυλοποταμινός. Η Αγιορείτικη κουζίνα είναι ταυτόχρονη λιτή, αλλά και πληθωρική και βασίζεται σε όλα εκείνα τα προϊόντα, όπως είναι το λάδι, τα όσπρια, τα χόρτα, το ψάρι, τα θαλασσινά και τα βότανα και μυρωδικά, που φύονται παντού στην Αθωνική πολιτεία και αποτελούν κύρια συστατικά της μεσογειακής διατροφής. Είναι εντυπωσιακό πόσο πλουσιοπάροχη είναι η Αθωνική φιλοξενία στους επισκέπτες και πόση ισορροπία διατηρεί ανάμεσα στην μοναστική καθημερινότητα, την παράδοση και το γαστρονομικό πλούτο που φέρουν μαζί τους οι μοναχοί από κάθε σημείο της Ελλάδας και του κόσμου, όπου κι αν προέρχονται.
Ο γέροντας Επιφάνιος κατάφερε να δώσει έναν κοσμικό χαρακτήρα στην μαγειρική του Αγίου Όρους διατηρώντας τον μυστικιστικό χαρακτήρα, αλλά και την εγκράτεια που επιβάλλει η πίστη και ο μοναστικός βίος. Η Αθωνική μαγειρική, έτσι όπως την περιγράφει ο γέροντας στο πολύτιμο αυτό βιβλίο που μας άφησε με τις 126 συνταγές, είναι μια συνέχεια της αρχαίας και της βυζαντινής μαγειρικής παράδοσης.
Οι μοναχοί του Αγίου Όρους τρώνε μόνο ψάρια και καθόλου κρέας. Αγιορείτικος ροφός με την άσπρη σάλτσα από κρεμμυδόζουμο, με κολοκυθάκια, φασολάκια, μπάμιες ακόμη και αγκινάρες, βακαλάος φρέσκος ή παστός, σκέτος ή με πατάτες και κόκκινη σάλτσα, ρύζι, ακόμη και με δαμάσκηνα αλλά και τηγανητός με σκορδαλιά. Μελανούρια τηγανητά, στον ταβά, μπαρμπούνια μαρινάτα, σαργοί, παλαμύδια, σαρδέλες, ξιφίας, γαλέος, τσιπούρες, μουγκριά, χελιδωνόψαρα, βάτος, λούτσοι, ακόμη και η παρεξηγημένη σμέρνα γίνονται πρώτης τάξεως εδέσματα για τους μοναχούς και τους επισκέπτες. Ξεχωριστή θέση έχουν και οι ψαρόσουπες με λαχανικά, με ντομάτα, ακόμη και με αυγολέμονο αλλά και οι ψαροκεφτέδες.
Τα όσπρια, μια άλλη μεγάλη κατηγορία υγιεινών τροφών και πηγή πρωτεϊνών, θέλουν ξεζούμισμα, λέει ο μοναχός και μαγειρεύονται με λάδι ή χωρίς, σε περιόδους νηστείας. Δεν λείπει η φασολάδα, οι γίγαντες, τα μαυρομάτικα σαλάτα, οι φακές, τα ρεβίθια σούπα, με ρύζι ή στο φούρνο, αλλά και τα κουκιά, η φάβα και ο αρακάς. Δημιουργικά πιάτα βγαλμένα από την παράδοση ετοιμάζουν οι μοναχοί με φασολάκια, αγκινάρες λαδερές ή με αυγολέμονο, με αρακά, πατάτες στο φούρνο λεμονάτες, μελιτζάνες στον ταβά, βλίτα και κολοκυθάκια γιαχνί αλλά και μουσακά αρτύσιμο. Πράσα, λάχανα, σπανάκι, με ρύζι ή μαγειρευτά, ταραμοσαλάτα, μελιτζανοσαλάτα και σούπες.
Μαλάκια και οστρακόδερμα για τις νηστείες με χόρτα, με λαχανικά, στα κάρβουνα, με μανέστρα ή κοφτό μακαρονάκι, στιφάδο ή τηγανητά συνοδεύονται πάντα από ένα ποτήρι τσιπουράκι. Τα σαλιγκάρια που τα μαζεύουν μόνοι τους οι μοναχοί στο βουνά ή στα χωράφια, πρέπει να είναι ζωντανά και γίνονται εξαίσια γιαχνί, κρασάτα, στιφάδο, με χόρτα ή με ρύζι.
Τα φαγητά στα μοναστήρια μαγειρεύονται σε φωτιά με ξύλα και όταν πρέπει να ετοιμάσουν μια μεγάλη ποσότητα γευμάτων για τους προσκηνυτές σε γιορτές, δεν διστάζουν να ανάψουν φωτιά στις αυλές και να βγάλουν τα καζάνια έξω. Το φαγητό για να γίνει νόστιμο, λέει ο μοναχός Επιφάνιος θέλει υπομονή και καρτερία και από την προμήθεια των υλικών, το καθάρισμα, το πλύσιμο, το κόψιμο, το αλάτισμα μέχρι και το σερβίρισμα, πρέπει να έχεις πάντα στο νου αυτούς που αγαπάς και θέλεις να τους ευχαριστήσεις.
Μαζί με τον άρτον, τον οίνον και τα εδέσματα θα μοιραστούμε μαζί λίγη από τη μαγεία της «καλογερικής» μαγειρικής τέχνης, μαζί με τη σοφία, τη σεμνότητα και την ευγνωμοσύνη για την καθημερινή προσφορά.
Οι αναφορές στο παρελθόν της γαστρονομίας της Χαλκιδικής είναι πολλές και ποικίλες και κουβαλούν ιστορία, παράδοση και πολλούς πολιτισμούς. Η τοπική κουζίνα είναι ένα κράμα των πλούσιων υλικών που προσφέρει η Χαλκιδικιώτικη γη και προέρχονται τόσο από τις ορεινές όσο και από τις παραθαλάσσιες περιοχές. Πουθενά αλλού στην Ελλάδα δεν υπάρχει τέτοια πληθώρα υλικών. Σε μια εποχή μάλιστα που οι καταναλωτές αναγνωρίζουν την ποιοτική διαφορά στα προϊόντα και τη γεύση, η Χαλκιδική αποτελεί ένα μέρος με ξεχωριστή γαστρονομική ταυτότητα και προσελκύει το ενδιαφέρον διάσημων σεφ αλλά και foodies από όλο τον κόσμο.
Ένα τα βασικότερα χαρακτηριστικά της Χαλκιδικιώτικης κουζίνας είναι οι πίτες. Γεμίζονται με τυριά που παράγονται στα ορεινά του Νομού, με χόρτα από το βουνό ενώ στις γλυκιές τους εκδοχές, ποτίζονται με αγνό μέλι, προϊόν των αμέτρητων μελισσιών της Χαλκιδικής.
Το εξαιρετικό λάδι, οι μεγάλες πράσινες ελιές Χαλκιδικής ή οι μαύρες σταφιδωτές αποτελούν συμπλήρωμα σε λαχταριστές σαλάτες από τα κηπευτικά της περιοχής. Τα κρέατα, τα κυνήγια, οι πατάτες του Χολομώντα, τα μανιτάρια, κοτόπουλα γεμιστά με τραχανά, γίνονται μοναδικά πιάτα στα χέρια δημιουργικών σεφ, ενώ αντίστοιχα τα μύδια της Ολυμπιάδας αποτελούν άριστο μεζέ για ουζο- και τσιπουροκατανύξεις. Μοναδικές εμπειρίες δοκιμής κρασιών από τα πολλά οινοποιεία της Χαλκιδικής και εξαιρετικά pairing με τα δημιουργικά πιάτα τοπικών σπεσιαλιτέ.
Γλυκά του κουταλιού και μαρμελάδες από βιολογικά φρούτα και λαχανικά που φτιάχνουν οι γυναίκες των Συνεταιρισμών και μεταφέρουν με θρησκευτική ευλάβεια τις παραδοσιακές συνταγές των μανάδων και των γιαγιάδων. Σε κάθε γωνιά της Χαλκιδικής υπάρχει μια γαστρονομική έκπληξη και μοναδική εμπειρία για να ζήσει κανείς.
Εξαιρετικά εστιατόρια και ψαροταβέρνες σε κάθε γωνιά της Χαλκιδικής, που σέβονται τον πελάτη και τον τόπο και δημιουργούν με τοπικά υλικά, διατηρώντας την παράδοση και εξελίσσοντας ταυτόχρονα τη δημιουργικότητά τους.
Αμέτρητες διαδρομές σε δάση, διώρυγες, παραλίες, παραδοσιακούς οικισμούς και επισκέψεις σε ελαιώνες, τυροκομεία, ελαιοτριβεία, μονάδες παρασκευής γλυκών, πιτών, αμπελόφυλλων, οινοποιείων συνθέτουν το προφίλ μιας πλούσιας γαστρονομικής κοινότητας που προσφέρει τα πάντα.
Σημαντικές και συστηματικές προσπάθειες από την Περιφέρεια και τον Οργανισμό Τουρισμού της Χαλκιδικής που αναγνωρίζει τη δυναμική της γαστρονομίας στην εξέλιξη του τουριστικού προϊόντος. Πρωτότυπες εκδηλώσεις κάθε χρόνο, αξιοποίηση τοπικών υλικών αλλά και σύνδεση με άλλες γαστρονομικές κοινότητες της Ελλάδας και του εξωτερικού, από το επιτυχημένο project KOUZINA, το οποίο ξεκίνησε από το 2011 και έχει εξελιχθεί σε θεσμό και κορυφαίο γαστρονομικό γεγονός για την Ανατολική Χαλκιδική. Αντίστοιχα, το Sani Gourmet, όπου ο επισκέπτης έχει την ευκαιρία να γευτεί δημιουργίες βραβευμένων Ελλήνων σεφ, νέων ταλέντων αλλά και διεθνών, καταξιωμένων σεφ, με αστέρια Michelin σε ένα φεστιβάλ γεύσης, θεσμό που καθιερώθηκε από το 2006. Αλλά και πρωτότυπες μελέτες, όπως το «Αριστοτελικό μενού» του καθηγητή γαστρονομίας Γιώργου Παλησίδη, που βασίζεται σε υλικά, συνταγές και ευρήματα χιλιάδων χρόνων από την εποχή του μεγάλου φιλόσοφου Αριστοτέλη.
Ένα είναι σίγουρο. Η Χαλκιδική έχει πλούσιο παρελθόν αλλά και πλούσιο παρόν και μέλλον! Taste Halkidiki λοιπόν, σε μια διαδρομή γνωριμίας του πλούτου των γεύσεων και των αρωμάτων των προϊόντων της Χαλκιδικής, αλλά και των ανθρώπων της, του βουνού, του κάμπου και της θάλασσας!